- αζητησία
- και -σιά, η [αζήτητος]έλλειψη ζήτησης.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αζητησία — αζητησία, η και αζητησιά, η η έλλειψη ζήτησης: Φέτος υπάρχει μεγάλη αζητησιά στα σύκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αζήτητος — η, ο (Α ἀζήτητος, ον) νεοελλ. 1. (για εμπορεύματα) αυτός που δεν τόν ζητούν, που δεν έχει μεγάλη κατανάλωση, ο απούλητος 2. αυτός που εγκαταλείφθηκε κάπου και κανείς δεν τόν ζήτησε 3. αδιεκδίκητος, αδιαφιλονίκητος αρχ. ανεξέταστος, ανερεύνητος.… … Dictionary of Greek